λίγο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λίγο < λίγος
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
λίγο , συγκριτικός : λιγότερο, υπερθετικός : ελάχιστα
- σε μικρό βαθμό, όχι πολύ
- Είμαι λίγο κουρασμένος.
- για μικρή χρονική διάρκεια
- Η γιορτή κράτησε λίγο.
- σε εμπρόθετα με χρονική σημασία
- Τηλεφώνησέ μου ξανά σε λίγο.
- Για λίγο όλα πήγαιναν καλά.
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- κάθε τρεις και λίγο / κάθε λίγο και λιγάκι: πολύ συχνά, επανειλημμένα, συνεχώς και κατ' επανάληψη
- λίγο λίγο: σε μικρές δόσεις ή σε μικρά χρονικά διαστήματα, σιγά σιγά
- λίγο πολύ: κατά κάποιον τρόπο
- ούτε λίγο ούτε πολύ: κατά προσέγγιση, με άλλα λόγια
- παρά λίγο / λίγο έλειψε / λίγο θέλησε: παραλίγο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
λίγο
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
λίγο