συνεχώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συνεχώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνεχῶς
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.neˈxos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νε‐χώς
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐ε‐χώς
Επίρρημα
επεξεργασία
συνεχώς
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία- σπάνια
- πότε πότε
- κατά διαστήματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνεχώς