• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ασταμάτητα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίρρημα
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις
    • 1.3 Κλιτικός τύπος επιθέτου

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ασταμάτητα < ασταμάτητος + -α

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

ασταμάτητα

  • με ασταμάτητο τρόπο, χωρίς σταματημό

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • αδιάκοπα
  • ακατάπαυτα
  • άπαυτα
  • ασίγαστα
  • ασκόλαστα
  • διαρκώς
  • συνεχώς

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ασταμάτητα
  • αγγλικά : non-stop (en), ceaselessly (en), unremittingly (en), continuously (en)
  • γαλλικά : incessamment (fr)

  Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία

ασταμάτητα

  • ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασταμάτητος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ασταμάτητα&oldid=5458675"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 11:44
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 11:44.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie