non-stop
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
non-stop (en) (χωρίς παραθετικά)
- ακατάπαυστος, ασταμάτητος, χωρίς διακοπή
- ↪ a week of non-stop rain - μια εβδομάδα ακατάπαυστης βροχής
- ↪ The car traffic downtown is non-stop day and night.
- Η κίνηση των αυτοκινήτων στο κέντρο είναι ασταμάτητη μέρα νύχτα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuous
Άλλες μορφές επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
non-stop (en) (χωρίς παραθετικά)
- ακατάπαυστα, χωρίς διακοπή
- ↪ He spoke non-stop for hours.
- Μιλούσε ακατάπαυστα επί ώρες.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuously
- ↪ He spoke non-stop for hours.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- non-stop (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- non-stop (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
non-stop (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Ουσιαστικό επεξεργασία
non-stop (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- χωρίς διακοπή