Ετυμολογία

επεξεργασία
non-stop < non- + stop

  Επίθετο

επεξεργασία

non-stop (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ακατάπαυστος, ασταμάτητος, χωρίς διακοπή
    ⮡  a week of non-stop rain - μια εβδομάδα ακατάπαυστης βροχής
    ⮡  The car traffic downtown is non-stop day and night.
    Η κίνηση των αυτοκινήτων στο κέντρο είναι ασταμάτητη μέρα νύχτα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuous

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Επίρρημα

επεξεργασία

non-stop (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ακατάπαυστα, συνέχεια, χωρίς διακοπή
    ⮡  He spoke non-stop for hours.
    Μιλούσε ακατάπαυστα επί ώρες.
    ⮡  He has a cold and is sneezing non-stop.
    Είναι κρυωμένος και φταρνίζεται συνέχεια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuously

Άλλες μορφές

επεξεργασία



  Επίθετο

επεξεργασία

non-stop (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. απευθείας πτήση αεροπλάνου
  2. χωρίς διακοπή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

non-stop (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο