Δείτε επίσης: Διακόπι
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακοπή οι διακοπές
      γενική της διακοπής των διακοπών
    αιτιατική τη διακοπή τις διακοπές
     κλητική διακοπή διακοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διακοπή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διακοπή (αρχαία σημασία: ρήγμα)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διακοπή θηλυκό

  1. η ενέργεια του διακόπτω
      η διακοπή της συνεδρίασης
    • η προσπάθεια να αποβάλει κάποιος μια βλαβερή συνήθεια
        η διακοπή του καπνίσματος (το κόψιμο)
    • διακοπή κύησης: η άμβλωση
  2. το αποτέλεσμα του διακόπτω
    • ανωμαλία ή βλάβη
        η απεργία της ΔΕΗ προκάλεσε πολλές διακοπές ρεύματος
  3. (στον πληθυντικό)  δείτε τη λέξη διακοπές

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διακοπή αἱ διακοπαί
      γενική τῆς διακοπῆς τῶν διακοπῶν
      δοτική τῇ διακοπ ταῖς διακοπαῖς
    αιτιατική τὴν διακοπήν τὰς διακοπᾱ́ς
     κλητική ! διακοπή διακοπαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διακοπᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  διακοπαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διακοπή < διακόπτω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διακοπή θηλυκό

  1. το κόψιμο σε δύο μέρη, ρήγμα
  2. (συνεκδοχικά) στενό πέρασμα, στη στεριά ή τη θάλασσα, ανάμεσα σε βουνά
  3. (ελληνιστική σημασία) διακοπή

Συγγενικά

επεξεργασία