πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοπή οι κοπές
      γενική της κοπής των κοπών
    αιτιατική την κοπή τις κοπές
     κλητική κοπή κοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοπή θηλυκό

  1. η κατάτμηση σε κομμάτια, το κόψιμο
      h κοπή της πίτας
  2. η δημιουργία νέων νομισμάτων
      κυκλοφορούν λίρες παλαιάς και νέας κοπής'

Εκφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοπή αἱ κοπαί
      γενική τῆς κοπῆς τῶν κοπῶν
      δοτική τῇ κοπ ταῖς κοπαῖς
    αιτιατική τὴν κοπήν τὰς κοπᾱ́ς
     κλητική ! κοπή κοπαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοπᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  κοπαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κοπή < κόπτω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοπή θηλυκό

  1. κόψιμο σε κομμάτια
  2. σφαγή
  3. κατασκευή και κοπή νομίσματος
  4. διαζύγιο