κοπή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοπή | οι | κοπές |
γενική | της | κοπής | των | κοπών |
αιτιατική | την | κοπή | τις | κοπές |
κλητική | κοπή | κοπές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοπή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοπή
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοπή θηλυκό
- η κατάτμηση σε κομμάτια, το κόψιμο
- ⮡ h κοπή της πίτας
- η δημιουργία νέων νομισμάτων
- ⮡ κυκλοφορούν λίρες παλαιάς και νέας κοπής'
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κοπή | αἱ | κοπαί |
γενική | τῆς | κοπῆς | τῶν | κοπῶν |
δοτική | τῇ | κοπῇ | ταῖς | κοπαῖς |
αιτιατική | τὴν | κοπήν | τὰς | κοπᾱ́ς |
κλητική ὦ! | κοπή | κοπαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοπᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κοπαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοπή < κόπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοπή θηλυκό
- κόψιμο σε κομμάτια
- σφαγή
- κατασκευή και κοπή νομίσματος
- διαζύγιο
Πηγές
επεξεργασία- κοπή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κοπή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.