προκοπή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προκοπή | οι | προκοπές |
γενική | της | προκοπής | των | προκοπών |
αιτιατική | την | προκοπή | τις | προκοπές |
κλητική | προκοπή | προκοπές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προκοπή < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή προκοπή < αρχαία ελληνική προκόπτω < πρό + κόπτω
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπροκοπή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προκόβω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανεπροκοπιά
- Προκόπης
- → και δείτε τις λέξεις προκόβω, προ και κόβω