progress
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- η πρόοδος
- ↪ He is an enemy to progress.
- Είναι εχθρός της προόδου.
- ↪ He is an enemy to progress.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | progress |
γ΄ ενικό ενεστώτα | progresses |
αόριστος | progressed |
παθητική μετοχή | progressed |
ενεργητική μετοχή | progressing |
progress (en)