progress
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | progress |
γ΄ ενικό ενεστώτα | progresses |
αόριστος | progressed |
παθητική μετοχή | progressed |
ενεργητική μετοχή | progressing |
progress (en)