πρόοδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόοδος | οι | πρόοδοι |
γενική | της | προόδου | των | προόδων |
αιτιατική | την | πρόοδο | τις | προόδους |
κλητική | πρόοδε (πρόοδο) |
πρόοδοι | ||
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόοδος < (πρό) πρό- + ὁδός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική progrès[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɾo.o.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐ο‐δος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόοδος θηλυκό
- η βελτίωση, ο δρόμος προς κάτι καλύτερο
- ⮡ Βλέπω τις προόδους που κάνεις στο σχολείο και χαίρομαι!
- (με αρνητική έννοια) συν'εχεια σε μια κατάσταση
- ⮡ συνεχής πρόοδος της νόσου μεταξύ των υποτροπών
- (μαθηματικά) είδος ακολουθίας
- αριθμητική πρόοδος: κάθε όρος της ακολουθίας προκύπτει από τον προηγούμενο με πρόσθεση ή αφαίρεση ενός σταθερού αριθμού που λέγεται διαφορά, π.χ. 1, 2, 3, 4, 5, ... (διαφορά = 1) ή 0, 3, 6, 9, 12, ... (διαφορά = 3) ή 100, 98, 96, 94, 92, ... (διαφορά = -2)
- γεωμετρική πρόοδος: κάθε όρος της ακολουθίας προκύπτει από τον προηγούμενο με πολλαπλασιασμό ή διαίρεση με εναν σταθερό αριθμό που λέγεται λόγος, π.χ. 1, 2, 4, 8, 16, ... (λόγος = 2) ή 3, 9, 27, 81, 243, ... (λόγος = 3) ή 0,01 0,1 1 10 100 1000 ... (λόγος = 10)
- (εκπαίδευση) είδος εξέτασης σε ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αντιπροοδευτικός
- απροόδευτος
- προοδευμένος
- προοδευτικά
- προοδευτικός
- προοδευτικότητα
- προοδευτισμός
- προοδεύω
- φιλοπρόοδος
→ και δείτε τις λέξεις προ και οδός
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρόοδος
|
είδος ακολουθίας
είδος εξέτασης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πρόοδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | πρόοδος | τὸ | πρόοδον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | προόδου | τοῦ | προόδου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | προόδῳ | τῷ | προόδῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πρόοδον | τὸ | πρόοδον | ||
κλητική ὦ! | πρόοδε | πρόοδον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πρόοδοι | τὰ | πρόοδᾰ | ||
γενική | τῶν | προόδων | τῶν | προόδων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | προόδοις | τοῖς | προόδοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | προόδους | τὰ | πρόοδᾰ | ||
κλητική ὦ! | πρόοδοι | πρόοδᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προόδω | τὼ | προόδω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προόδοιν | τοῖν | προόδοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
πρόοδος, -ος, -ον
- που προηγείται
Παράγωγα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πρόοδος | αἱ | πρόοδοι |
γενική | τῆς | προόδου | τῶν | προόδων |
δοτική | τῇ | προόδῳ | ταῖς | προόδοις |
αιτιατική | τὴν | πρόοδον | τὰς | προόδους |
κλητική ὦ! | πρόοδε | πρόοδοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προόδω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προόδοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
πρόοδος θηλυκό
- η πορεία προς τα εμπρός
- (ειδικότερα) η έξοδος από το σπίτι
- η δημόσια εμφάνιση
- (ελληνιστική σημασία , μαθηματικά) πρόοδος
Πηγές
επεξεργασία- πρόοδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόοδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.