πρόοδος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόοδος | οι | πρόοδοι |
γενική | της | προόδου | των | προόδων |
αιτιατική | την | πρόοδο | τις | προόδους |
κλητική | πρόοδε (πρόοδο) |
πρόοδοι | ||
όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πρόοδος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική πρόοδος < (πρό) πρό- + ὁδός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική progrès[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.o.ðos/
- συλλαβισμός : πρό‐ο‐δος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πρόοδος θηλυκό
- η βελτίωση, ο δρόμος προς κάτι καλύτερο
- ↪ Βλέπω τις προόδους που κάνεις στο σχολείο και χαίρομαι!
- (με αρνητική έννοια) συν'εχεια σε μια κατάσταση
- ↪ συνεχής πρόοδος της νόσου μεταξύ των υποτροπών
- (μαθηματικά) είδος ακολουθίας
- (εκπαίδευση) είδος εξέτασης σε ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- αντιπροοδευτικός
- απροόδευτος
- προοδευμένος
- προοδευτικά
- προοδευτικός
- προοδευτικότητα
- προοδευτισμός
- προοδεύω
- φιλοπρόοδος
→ και δείτε τις λέξεις προ και οδός
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πρόοδος
είδος ακολουθίας
είδος εξέτασης
Επεξεργασία
- ↑ «πρόοδος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | πρόοδος | προόδω | πρόοδοι |
Γενική | προόδου | προόδοιν | προόδων |
Δοτική | προόδῳ | προόδοιν | προόδοις |
Αιτιατική | πρόοδον | προόδω | προόδους |
Κλητική | πρόοδε | προόδω | πρόοδοι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πρόοδος θηλυκό
- η πορεία προς τα εμπρός
- (ειδικότερα) η έξοδος από το σπίτι
- η δημόσια εμφάνιση
- (μαθηματικά) πρόοδος
ΠηγέςΕπεξεργασία
- πρόοδος στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «πρόοδος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.