ενικός         πληθυντικός  
progression progressions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

progression (fr) θηλυκό

  1. η πρόοδος
  2. η αύξηση

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη progrès