αύξηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αύξηση | οι | αυξήσεις |
γενική | της | αύξησης* | των | αυξήσεων |
αιτιατική | την | αύξηση | τις | αυξήσεις |
κλητική | αύξηση | αυξήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυξήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αύξηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὔξη(σις) + -ση
- για τη σημασία στη γραμματική < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αὔξησις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈaf.ksi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αύ‐ξη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααύξηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυξάνω, η πρόκληση ανόδου στην ποσότητα ή στην αριθμητική τιμή
- ⮡ Η πιθανή αύξηση του πληθωρισμού είναι ανησυχητικό στοιχείο.
- (γραμματική) μορφολογικό στοιχείο των παρελθοντικών χρόνων στα αρχαία και στα νέα ελληνικά
- συλλαβική αύξηση: η πρόσθεση ενός ε- ή -η πριν το θέμα της λέξης, όταν αυτό αρχίζει από σύμφωνο, π.χ. βάζω, έβαζα, θέλω, ήθελα
- χρονική αύξηση: η τροπή του αρχικού βραχέος φωνήεντος σε μακρό (στα αρχαία ελληνικά, π.χ. ὁρίζω, ὥριζον)
- εσωτερική αύξηση: η αύξηση που εμφανίζεται μετά την πρόθεση σε σύνθετα ρήματα, πχ. καταγράφω, κατέγραψα)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη αυξάνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αύξηση
Πηγές
επεξεργασία- αύξηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αύξηση - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας