αυξάνω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αυξάνω < αρχαία ελληνική αὐξάνω < αρχαία ελληνική αὐξάνω / αὔξω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂uegs-[1] < *h₂ueg-[1] (αυξάνω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
αυξάνω
- μεγαλώνω την ποσότητα
- τα κέρδη αυξάνονται όταν μειώνεται το κόστος
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη επαυξάνω
- → δείτε τη λέξη προσαυξάνω
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυξάνω | αύξανα | θα αυξάνω | να αυξάνω | αυξάνοντας | |
β' ενικ. | αυξάνεις | αύξανες | θα αυξάνεις | να αυξάνεις | αύξανε | |
γ' ενικ. | αυξάνει | αύξανε | θα αυξάνει | να αυξάνει | ||
α' πληθ. | αυξάνουμε | αυξάναμε | θα αυξάνουμε | να αυξάνουμε | ||
β' πληθ. | αυξάνετε | αυξάνατε | θα αυξάνετε | να αυξάνετε | αυξάνετε | |
γ' πληθ. | αυξάνουν(ε) | αύξαναν αυξάναν(ε) |
θα αυξάνουν(ε) | να αυξάνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αύξησα | θα αυξήσω | να αυξήσω | αυξήσει | ||
β' ενικ. | αύξησες | θα αυξήσεις | να αυξήσεις | αύξησε | ||
γ' ενικ. | αύξησε | θα αυξήσει | να αυξήσει | |||
α' πληθ. | αυξήσαμε | θα αυξήσουμε | να αυξήσουμε | |||
β' πληθ. | αυξήσατε | θα αυξήσετε | να αυξήσετε | αυξήστε | ||
γ' πληθ. | αύξησαν αυξήσαν(ε) |
θα αυξήσουν(ε) | να αυξήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αυξήσει | είχα αυξήσει | θα έχω αυξήσει | να έχω αυξήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αυξήσει | είχες αυξήσει | θα έχεις αυξήσει | να έχεις αυξήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αυξήσει | είχε αυξήσει | θα έχει αυξήσει | να έχει αυξήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αυξήσει | είχαμε αυξήσει | θα έχουμε αυξήσει | να έχουμε αυξήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αυξήσει | είχατε αυξήσει | θα έχετε αυξήσει | να έχετε αυξήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αυξήσει | είχαν αυξήσει | θα έχουν αυξήσει | να έχουν αυξήσει |
|
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αυξάνω
- ↑ 1,0 1,1 Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.