αυξάνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυξάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐξάνω < αὔξω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ewg- < *h₂ueg-[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /afˈksa.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐ξά‐νω
Ρήμα
επεξεργασίααυξάνω, αόρ.: αύξησα, παθ.φωνή: αυξάνομαι, μτχ.π.ε.: αυξανόμενος, π.αόρ.: αυξήθηκα, μτχ.π.π.: αυξημένος/{ηυξημένος}
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μεγαλώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαιδιωματικά ή λογοτεχνικά:
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
αυξ-
αυξ-
- αναύξητα (επίρρημα)
- αναύξητος
- αναυξομείωτος
- ανεπαύξητος
- αυξανόμενος
- αύξηση & σύνθετα
- αυξησιμετρία
- αυξησίμετρο
- αυξησούλα
- αυξημένα (επίρρημα)
- αυξημένος & σύνθετα
- αυξήσιμος
- αυξητικά (επίρρημα)
- αυξητικός & σύνθετα
- αυξητικώς (επίρρημα)
- αυξητός
- αυξομειούμαι
- αυξομειούμενος
- αυξομειώνω
- αυξομείωση
- αυξομειωτικά (επίρρημα)
- αυξομειωτικός
- αυξομερής, αυξομερές
- αύξοντας
- αυξούμενος
- αύξων, αύξουσα, αύξον
- επαυξάνω & συγγενικά
- ηυξημένος
- ονυχαύξηση
- προσαυξάνω & συγγενικά
- προσεπαυξημένος
- συναυξάνω, & συγγενικά
- υπεραυξάνω & συγγενικά
Κλίση
επεξεργασίακαι λόγια μετοχή αύξων, αύξουσα, αύξον
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυξάνω | αύξανα | θα αυξάνω | να αυξάνω | αυξάνοντας | |
β' ενικ. | αυξάνεις | αύξανες | θα αυξάνεις | να αυξάνεις | αύξανε | |
γ' ενικ. | αυξάνει | αύξανε | θα αυξάνει | να αυξάνει | ||
α' πληθ. | αυξάνουμε | αυξάναμε | θα αυξάνουμε | να αυξάνουμε | ||
β' πληθ. | αυξάνετε | αυξάνατε | θα αυξάνετε | να αυξάνετε | αυξάνετε | |
γ' πληθ. | αυξάνουν(ε) | αύξαναν αυξάναν(ε) |
θα αυξάνουν(ε) | να αυξάνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αύξησα | θα αυξήσω | να αυξήσω | αυξήσει | ||
β' ενικ. | αύξησες | θα αυξήσεις | να αυξήσεις | αύξησε | ||
γ' ενικ. | αύξησε | θα αυξήσει | να αυξήσει | |||
α' πληθ. | αυξήσαμε | θα αυξήσουμε | να αυξήσουμε | |||
β' πληθ. | αυξήσατε | θα αυξήσετε | να αυξήσετε | αυξήστε | ||
γ' πληθ. | αύξησαν αυξήσαν(ε) |
θα αυξήσουν(ε) | να αυξήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αυξήσει | είχα αυξήσει | θα έχω αυξήσει | να έχω αυξήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αυξήσει | είχες αυξήσει | θα έχεις αυξήσει | να έχεις αυξήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αυξήσει | είχε αυξήσει | θα έχει αυξήσει | να έχει αυξήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αυξήσει | είχαμε αυξήσει | θα έχουμε αυξήσει | να έχουμε αυξήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αυξήσει | είχατε αυξήσει | θα έχετε αυξήσει | να έχετε αυξήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αυξήσει | είχαν αυξήσει | θα έχουν αυξήσει | να έχουν αυξήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυξάνομαι | αυξανόμουν(α) | θα αυξάνομαι | να αυξάνομαι | ||
β' ενικ. | αυξάνεσαι | αυξανόσουν(α) | θα αυξάνεσαι | να αυξάνεσαι | ||
γ' ενικ. | αυξάνεται | αυξανόταν(ε) | θα αυξάνεται | να αυξάνεται | ||
α' πληθ. | αυξανόμαστε | αυξανόμαστε αυξανόμασταν |
θα αυξανόμαστε | να αυξανόμαστε | ||
β' πληθ. | αυξάνεστε | αυξανόσαστε αυξανόσασταν |
θα αυξάνεστε | να αυξάνεστε | αυξάνεστε | |
γ' πληθ. | αυξάνονται | αυξάνονταν αυξανόντουσαν |
θα αυξάνονται | να αυξάνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυξήθηκα | θα αυξηθώ | να αυξηθώ | αυξηθεί | ||
β' ενικ. | αυξήθηκες | θα αυξηθείς | να αυξηθείς | αυξήσου | ||
γ' ενικ. | αυξήθηκε | θα αυξηθεί | να αυξηθεί | |||
α' πληθ. | αυξηθήκαμε | θα αυξηθούμε | να αυξηθούμε | |||
β' πληθ. | αυξηθήκατε | θα αυξηθείτε | να αυξηθείτε | αυξηθείτε | ||
γ' πληθ. | αυξήθηκαν αυξηθήκαν(ε) |
θα αυξηθούν(ε) | να αυξηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυξηθεί | είχα αυξηθεί | θα έχω αυξηθεί | να έχω αυξηθεί | αυξημένος | |
β' ενικ. | έχεις αυξηθεί | είχες αυξηθεί | θα έχεις αυξηθεί | να έχεις αυξηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυξηθεί | είχε αυξηθεί | θα έχει αυξηθεί | να έχει αυξηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυξηθεί | είχαμε αυξηθεί | θα έχουμε αυξηθεί | να έχουμε αυξηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυξηθεί | είχατε αυξηθεί | θα έχετε αυξηθεί | να έχετε αυξηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυξηθεί | είχαν αυξηθεί | θα έχουν αυξηθεί | να έχουν αυξηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αυξημένος - είμαστε, είστε, είναι αυξημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αυξημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αυξημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αυξημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αυξημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αυξημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αυξημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυξάνω
Πηγές
επεξεργασία- αυξάνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αυξάνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αυξάνω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.