Ετυμολογία

επεξεργασία

πλαταίνω, παθ. μτχ.: πεπλατυσμένος

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι πιο πλατύ
     συνώνυμα: διευρύνω
  2. (αμετάβατο) γίνομαι πιο πλατύς
     συνώνυμα: διευρύνομαι

Μεταφράσεις

επεξεργασία