Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλαταίνω < αρχαία ελληνική πλατύνω

  Ρήμα επεξεργασία

πλαταίνω, παθ. μτχ.: πεπλατυσμένος

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι πιο πλατύ
     συνώνυμα: διευρύνω
  2. (αμετάβατο) γίνομαι πιο πλατύς
     συνώνυμα: διευρύνομαι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία