πεπλατυσμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πεπλατυσμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεπλατυσμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό του ρήματος πλατύνω με αναδιπλασιασμό & μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική aplati [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.pla.tiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐πλα‐τυ‐σμέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασία
πεπλατυσμένος, -η, -ο και πλατυσμένος
- (λόγιο) αυτός που έχει σχήμα πλατύ και επίπεδο, σαν να έχει συμπιεσθεί
- → δείτε τη λέξη πλαταίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ πεπλατυσμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
πεπλατυσμένος, -η, -ον
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του μεσοπαθητικού ρήματος grc