πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναδιπλασιασμός οι αναδιπλασιασμοί
      γενική του αναδιπλασιασμού των αναδιπλασιασμών
    αιτιατική τον αναδιπλασιασμό τους αναδιπλασιασμούς
     κλητική αναδιπλασιασμέ αναδιπλασιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αναδιπλασιασμός < ανα- + διπλασιασμός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική réduplication για απόδοση του λατινικού reduplicatio, εντούτοις ιστορικά οι γραμματικοί, όπως ο Τρύφων, χρησιμοποιούσαν τον όρο ἀναδίπλωσις

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναδιπλασιασμός αρσενικό

  • (γραμματική) ο διπλασιασμός της αρχικής συλλαβής του ρηματικού θέματος με την προσθήκη μιας επιπλέον συλλαβής στην αρχή του, η οποία σχηματίζεται από το αρχικό σύμφωνο του θέματος και το φωνήεν ε (στους συντελεσμένους χρόνους) ή το ι (στον ενεστώτα)

Σημειώσεις

επεξεργασία