αναδιπλασιασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναδιπλασιασμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναδιπλασιασμός αρσενικό
- (γραμματική) ο διπλασιασμός της αρχικής συλλαβής του ρηματικού θέματος με την προσθήκη μιας επιπλέον συλλαβής στην αρχή του, η οποία σχηματίζεται από το αρχικό σύμφωνο του θέματος και το φωνήεν ε (στους συντελεσμένους χρόνους) ή το ι (στον ενεστώτα)
Σημειώσεις
επεξεργασίαΊχνη του αρχαίου αναδιπλασιασμού παρατηρούνται σε σύγχρονες λέξεις: πεπρωμένο, πεπερασμένος, πεπαιδευμένος, τετριμμένος, συγκεκριμένος, διακεκριμένος, αφηρημένος, τεθωρακισμένο, γεγονός, όπως και στο ουσιαστικό πεποίθηση.
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναδιπλασιασμός