Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεπερασμένος η πεπερασμένη το πεπερασμένο
      γενική του πεπερασμένου της πεπερασμένης του πεπερασμένου
    αιτιατική τον πεπερασμένο την πεπερασμένη το πεπερασμένο
     κλητική πεπερασμένε πεπερασμένη πεπερασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεπερασμένοι οι πεπερασμένες τα πεπερασμένα
      γενική των πεπερασμένων των πεπερασμένων των πεπερασμένων
    αιτιατική τους πεπερασμένους τις πεπερασμένες τα πεπερασμένα
     κλητική πεπερασμένοι πεπερασμένες πεπερασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεπερασμένος < αρχαία ελληνική πεπερασμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος περάω / περῶ[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική fini[2] [3] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική finite[3])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.pe.raˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐πε‐ρα‐σμέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

πεπερασμένος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Ή τού περαίνω.
  2. πεπερασμένοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. 3,0 3,1 πεπερασμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας