πεπερασμένος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πεπερασμένος < αρχαία ελληνική, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος περάω / περῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fini)
ΜετοχήΕπεξεργασία
πεπερασμένος
- που κάπου τελειώνει, που δεν είναι άπειρος
- (μαθηματικά)
- (φιλοσοφία)