κάπου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κάπου < μεσαιωνική ελληνική κάπου < καν + που
Επίρρημα
επεξεργασία
κάπου
- (τοπικό επίρρημα) σε κάποιο σημείο
- κάπου έβαλα τα κλειδιά και τώρα δεν τα βρίσκω
- (ποσοτικό ή χρονικό) περίπου
- γεννήθηκε κάπου στα 1800
- γεννήθηκε κάπου τρία κιλά
- (κοινά) κατά κάποιον τρόπο, σε κάποιο βαθμό