Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό fini finis
θηλυκό finie finies

fini (fr)

  1. τελειωμένος
  2. πεπερασμένος

  Μετοχή επεξεργασία

fini (fr)



Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα fini
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας finas finanta finata
αόριστος finis fininta finita
μέλλοντας finos finonta finota
υποθετική finus - -
προστακτική finu - -

fini (eo)