αρχή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρχή | οι | αρχές |
γενική | της | αρχής | των | αρχών |
αιτιατική | την | αρχή | τις | αρχές |
κλητική | αρχή | αρχές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρχή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀρχή < ἄρχω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χή
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχή θηλυκό
- το τοπικό ή χρονικό σημείο από όπου αρχίζει κάτι, η αφετηρία ή η αρχική φάση, το ξεκίνημα
- η αρχή μιας σχέσης
- στις αρχές του μήνα
- η πρωταρχική αιτία, η αφορμή
- οι οικονομικές διαφωνίες ήταν η αρχή του καυγά τους
- η προέλευση, το αρχικό σημείο της δημιουργίας
- η αρχή του κόσμου
- θεμελιακός κανόνας στη φύση, στην επιστήμη, στην τέχνη, στην πολιτική κ.λπ.
- η αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων
- βασικός κανόνας που ρυθμίζει την προσωπική ή την κοινωνική συμπεριφορά
- δεν είναι μέσα στις αρχές μου να λέω ψέματα
- όρος, προϋπόθεση που τίθεται ως βάση και που είναι κοινά αποδεκτός ή προσυμφωνημένος
- η αρχή της αυτοδιάθεσης
- η δημόσια εξουσία και τα πρόσωπα που την ασκούν ή την εκπροσωπούν
- εισαγγελική / δημοτική / εκκλησιαστική / αστυνομική / εκπαιδευτική αρχή
- αδίκημα περιύβρισης της αρχής
Αντώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- κάθε αρχή και δύσκολη: το πρώτο στάδιο κάθε προσπάθειας, κάθε εγχειρήματος είναι το πιο δύσκολο
- η αρχή είναι το ήμισυ του παντός: το πρώτο στάδιο κάθε εγχειρήματος είναι το πιο σημαντικό (κυρίως όσον αφορά την πραγματοποίησή του).
- κατ' αρχάς: αρχικά
- επί της αρχής: και κατ' αρχήν και ως σύνολο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τοπική ή χρονική αφετηρία
προέλευση
κανόνας