Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολιτική οι πολιτικές
      γενική της πολιτικής των πολιτικών
    αιτιατική την πολιτική τις πολιτικές
     κλητική πολιτική πολιτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πολιτική θηλυκό

  1. το σύνολο των δράσεων και των ιδεών που σχετίζονται με τα δημόσια πράγματα, τη διακυβέρνηση μιας πόλης, ενός κράτους
  2. συγκεκριμένος τρόπος δράσης, αντιμετώπισης προβλημάτων

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία

πολιτική

Ομώνυμα / ΟμόηχαΕπεξεργασία