πολιτική
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολιτική | οι | πολιτικές |
γενική | της | πολιτικής | των | πολιτικών |
αιτιατική | την | πολιτική | τις | πολιτικές |
κλητική | πολιτική | πολιτικές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πολιτική θηλυκό
- το σύνολο των δράσεων και των ιδεών που σχετίζονται με τα δημόσια πράγματα, τη διακυβέρνηση μιας πόλης, ενός κράτους
- συγκεκριμένος τρόπος δράσης, αντιμετώπισης προβλημάτων
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πολιτική
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
πολιτική