πολιτική
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πολιτική θηλυκό
- το σύνολο των δράσεων και των ιδεών που σχετίζονται με τα δημόσια πράγματα, τη διακυβέρνηση μιας πόλης, ενός κράτους
- συγκεκριμένος τρόπος δράσης, αντιμετώπισης προβλημάτων
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πολιτική
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
πολιτική