Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταρχήν < αρχαία ελληνική κατ’ ἀρχάς, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική en principe

  Επίρρημα επεξεργασία

καταρχήν

  1. για λόγους αρχής
  2. ως προς τις βασικές αρχές, ως προς την ουσία
    Θα πρέπει πρώτα να συμφωνήσουμε καταρχήν και μετά συζητάμε τις λεπτομέρειες.
  3. (καταχρηστικά) κατ' αρχάς

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία