Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατ' αρχάς < αρχαία ελληνική κατ’ ἀρχάς

  Έκφραση επεξεργασία

κατ' αρχάς

  • στην αρχή, αρχικά
    Κατ' αρχάς δέχτηκε, αλλά μετά άλλαξε γνώμη

  Μεταφράσεις επεξεργασία