αρχικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίααρχικά < αρχικός
Επίρρημα
επεξεργασίααρχικά
- στην αρχή
- αρχικά δεν τον συμπαθούσα, αργότερα όμως άλλαξα γνώμη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρχικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααρχικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αρχικό