Δείτε επίσης: κατα-, κάτα

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈta/ (στη σημασία: εναντίον)
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατά
ΔΦΑ : /kata/ (άτονο, ενωμένο με την επόμενη λέξη)
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατά

κατά, κατ' ή καθ'

  1. (+ γενική) εναντίον
    παράδειγμα  κατά παντός υπευθύνου
    παράδειγμα  κατά του κράτους
  2. (+ αιτιατική)
    1. με χρονική σημασία· γύρω, περίπου
      παράδειγμα  Θα έρθω κατά τις 6 το απόγευμα.
      παράδειγμα  Θα βρεθούμε κατά το μεσημεράκι.
      • (ειδικότερα) σε κάποια χρονική στιγμή που διαρκούσε κάτι
        παράδειγμα  κατά την ομιλία του Πρωθυπουργού
      • (ειδικότερα), συνήθως ως κατά τη διάρκεια
        παράδειγμα  κατά τη διάρκεια του ταξιδιού
    2. δηλώνει το πρόσωπο που κρίνει· σύμφωνα με κάποιον
      παράδειγμα  κατά την άποψή μου
      παράδειγμα  κατά τους στωικούς

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

κατά

  1. εναντίον
  2. κάπου κοντά
  3. σε σχέση με, σύμφωνα με
  4. όσο διαρκεί κάτι

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • κατὰ καιρόν: πότε πότε, κατά εποχές
  • κατὰ λόγον: λέξη προς λέξη
  • κατὰ μέρος: λεπτομερειακά, ένα προς ένα
  • κατ' ἰδίαν, κατ' ἰδίας: χωριστά, ιδαιτέρως

Συγγενικά

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία

κατά [κᾰτᾰ]

  1. (+ γενική)
    1. προς, δηλώνοντας κίνηση προς τα κάτω ή, γενικότερα,πάνω
    2. εναντίον
  2. (+αιτιατική)
    1. κίνηση προς τα κάτω, ή σε μια έκταση
      κατὰ γῆν καὶ θάλασσαν: σε ξηρά και θάλασσα
    2. απέναντι
    3. στη διάρκεια
      καθ' ἡμέραν: καθημερινά
    4. σύμφωνα με

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία