Κατηγορία:Λέξεις με πρόθημα κατα- (νέα ελληνικά)
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Μορφολογία » Προσφύματα » Προθήματα » Λέξεις κατά πρόθημα » κατα- |
- Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που αρχίζουν με «κατα-» (νέα ελληνικά)
Μορφές: με κατα-, με κατά-, με κατ-, με κάτ-, με καθ-, με κάθ-
Δείτε επίσης
Σελίδες στην κατηγορία "Λέξεις με πρόθημα κατα- (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 172 σελίδες, από 172 συνολικά.
Κ
- καταβάλλω
- καταβασανίζω
- καταβάτης
- καταβιβάζω
- καταβολεμένος
- καταβολεύω
- καταβολή
- καταβολιάζω
- καταβρεγμένος
- καταβροχθίζω
- καταβυθίζω
- καταβύθιση
- καταβυθισμένος
- καταγάλανος
- καταγινωμένος
- καταγοητευμένος
- καταγοητεύω
- καταδαμάζω
- καταδαμασμένος
- καταδαπανημένος
- καταδαπανώ
- καταδίνω
- καταδιοπτρικός
- καταδιώκω
- καταδολιεύομαι
- καταδολίευση
- καταδρομή
- καταδυνάστευση
- καταδυτικός
- καταθλίβω
- κατακαημένος
- κατακάθημαι
- κατακαθισμένος
- κατακαίνουργος
- κατακαίνουριος
- κατακαλόκαιρο
- κατάκαμπα
- κατακαμπής
- κατακιτρινίζω
- κατακίτρινος
- κατακλείνω
- κατακλεμμένος
- κατακόβω
- κατακοκκινίζω
- κατακοκκινισμένος
- κατακομμένος
- κατακόπτω
- κατακόρυφος
- κατάκορφος
- κατακουράζω
- κατακουρελιάζω
- κατακουρελιασμένος
- κατακρατημένος
- κατακρατώ
- κατακραυγή
- κατακρεούργημα
- κατακρημνισμένος
- κατακρίνω
- κατακυριευμένος
- κατακυρώνω
- καταλαλιά
- καταλαμβάνω
- καταλάμπω
- καταλασπωμένος
- καταλασπώνω
- καταλέγω
- καταλείπω
- καταλερωμένος
- καταλερώνω
- καταλήγω
- καταληκτικός
- καταλογίζω
- καταλυπώ
- καταλύω
- καταμαυρίζω
- καταμαυρισμένος
- καταμεσήμερο
- καταμετρώ
- καταμήνια
- καταμήνιος
- καταμόναχος
- καταμουντζουρώνω
- κατανεύω
- κατανόηση
- κατανομή
- κατανοώ
- καταντίπ
- κατανυκτικός
- καταξεριάς
- καταξοδιάζω
- καταπάτι
- καταπαύω
- καταπιάνομαι
- καταπιασμένος
- καταπίνω
- καταπίστευμα
- καταπίστομα
- κατάπλατα
- καταπληγιάζω
- καταπλημμυρίζω
- καταπολεμάω
- καταπολεμώ
- καταπράσινος
- καταπράυνση
- καταπραϋντικός
- καταπρόσωπο
- κατάπρυμος
- καταπώς
- καταρρέω
- καταρριπτικός
- καταρροή
- κατασβεστήρας
- κατασβεστικός
- κατασκευή
- κατασκίζω
- κατασκονίζω
- κατασκοπεύω
- κατασκορπίζω
- κατασκουριάζω
- κατασπαραγμένος
- κατασπαράζω
- κατάσπαρτος
- κατασπαταλώ
- κατασταλάζω
- κατασταλακτός
- κατάστεγνος
- καταστέλλω
- καταστεναχωρώ
- καταστενοχωρώ
- κατάστηθα
- καταστρατήγηση
- καταστρέφω
- κατάστρωτος
- κατασχίζω
- καταταλαιπωρώ
- καταταράζω
- κατατεθείς
- κατατομή
- κατατραυματίζω
- κατατρεγμός
- κατατρομάζω
- κατατρομοκρατώ
- κατατσακίζω
- καταφάσκω
- κατάφατσα
- καταφέρω
- καταφθάνω
- καταφοβισμένος
- καταφορά
- καταφρονητής
- καταφρονώ
- καταχαρούμενος
- καταχέζω
- καταχείμωνο
- καταχεριά
- κατάχλομος
- κατάχλωμος
- καταχρεώνω
- καταχωρίζω
- καταψήφιση
- καταψύχω