ακαταμάχητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακαταμάχητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκαταμάχητος < ἀ- στερητικό + καταμάχομαι < κατα- + μάχομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ka.taˈma.çi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐τα‐μά‐χη‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαακαταμάχητος, -η, -ο
- ο ακατανίκητος, που είναι αδύνατον να του αντισταθείς, που είναι πολύ ισχυρότερος
- ⮡ ακαταμάχητη γοητεία
- ≈ συνώνυμα: ακατανίκητος, απροσμάχητος
- που δεν μπορείς να διαψεύσεις ή να αμφισβητήσεις κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακαταμάχητος
→ δείτε τις λέξεις ακατανίκητος και αδιάψευστος