Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταπώς < κατά + όπως

  Επίρρημα επεξεργασία

καταπώς

  1. έτσι όπως
    Σε μερεμέτισε καταπώς σ' ταιριάζει. (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)

  Μεταφράσεις επεξεργασία