κατα-
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κατα- < αρχαία ελληνική κατα-
ΠρόθημαΕπεξεργασία
κατα-
- τελείως ή σε υπερβολικό βαθμό
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- καθ- (όταν ακολουθεί δασυνόμενο φωνήεν)
- κάθ- (όταν ακολουθεί δασυνόμενο φωνήεν)
- κατ-
- κάτ-
- κατά-
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κατα- < πρόθεση κατά
ΠρόθημαΕπεξεργασία
κατα-