καταπραΰνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταπραΰνω < αρχαία ελληνική καταπραΰνω < κατά + πραΰνω < πραΰς / πρᾶος
Ρήμα
επεξεργασίακαταπραΰνω (παθητική φωνή: καταπραΰνομαι)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ακαταπράυντος
- καταπραϋμένος
- καταπράυνση
- καταπραϋντικά
- καταπραϋντικός
- → δείτε τις λέξεις κατά, πραΰνω και πράος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταπραΰνω | καταπράυνα | θα καταπραΰνω | να καταπραΰνω | καταπραΰνοντας | |
β' ενικ. | καταπραΰνεις | καταπράυνες | θα καταπραΰνεις | να καταπραΰνεις | καταπράυνε | |
γ' ενικ. | καταπραΰνει | καταπράυνε | θα καταπραΰνει | να καταπραΰνει | ||
α' πληθ. | καταπραΰνουμε | καταπραΰναμε | θα καταπραΰνουμε | να καταπραΰνουμε | ||
β' πληθ. | καταπραΰνετε | καταπραΰνατε | θα καταπραΰνετε | να καταπραΰνετε | καταπραΰνετε | |
γ' πληθ. | καταπραΰνουν(ε) | καταπράυναν καταπραΰναν(ε) |
θα καταπραΰνουν(ε) | να καταπραΰνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταπράυνα | θα καταπραΰνω | να καταπραΰνω | καταπραΰνει | ||
β' ενικ. | καταπράυνες | θα καταπραΰνεις | να καταπραΰνεις | καταπράυνε | ||
γ' ενικ. | καταπράυνε | θα καταπραΰνει | να καταπραΰνει | |||
α' πληθ. | καταπραΰναμε | θα καταπραΰνουμε | να καταπραΰνουμε | |||
β' πληθ. | καταπραΰνατε | θα καταπραΰνετε | να καταπραΰνετε | καταπραΰντε | ||
γ' πληθ. | καταπράυναν καταπραΰναν(ε) |
θα καταπραΰνουν(ε) | να καταπραΰνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταπραΰνει | είχα καταπραΰνει | θα έχω καταπραΰνει | να έχω καταπραΰνει | ||
β' ενικ. | έχεις καταπραΰνει | είχες καταπραΰνει | θα έχεις καταπραΰνει | να έχεις καταπραΰνει | ||
γ' ενικ. | έχει καταπραΰνει | είχε καταπραΰνει | θα έχει καταπραΰνει | να έχει καταπραΰνει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταπραΰνει | είχαμε καταπραΰνει | θα έχουμε καταπραΰνει | να έχουμε καταπραΰνει | ||
β' πληθ. | έχετε καταπραΰνει | είχατε καταπραΰνει | θα έχετε καταπραΰνει | να έχετε καταπραΰνει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταπραΰνει | είχαν καταπραΰνει | θα έχουν καταπραΰνει | να έχουν καταπραΰνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταπραΰνομαι | καταπραϋνόμουν(α) | θα καταπραΰνομαι | να καταπραΰνομαι | ||
β' ενικ. | καταπραΰνεσαι | καταπραϋνόσουν(α) | θα καταπραΰνεσαι | να καταπραΰνεσαι | (καταπραΰνου) | |
γ' ενικ. | καταπραΰνεται | καταπραϋνόταν(ε) | θα καταπραΰνεται | να καταπραΰνεται | ||
α' πληθ. | καταπραϋνόμαστε | καταπραϋνόμαστε καταπραϋνόμασταν |
θα καταπραϋνόμαστε | να καταπραϋνόμαστε | ||
β' πληθ. | καταπραΰνεστε | καταπραϋνόσαστε καταπραϋνόσασταν |
θα καταπραΰνεστε | να καταπραΰνεστε | (καταπραΰνεστε) | |
γ' πληθ. | καταπραΰνονται | καταπραΰνονταν καταπραϋνόντουσαν |
θα καταπραΰνονται | να καταπραΰνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταπραΰνθηκα | θα καταπραϋνθώ | να καταπραϋνθώ | καταπραϋνθεί | ||
β' ενικ. | καταπραΰνθηκες | θα καταπραϋνθείς | να καταπραϋνθείς | καταπραΰνσου | ||
γ' ενικ. | καταπραΰνθηκε | θα καταπραϋνθεί | να καταπραϋνθεί | |||
α' πληθ. | καταπραϋνθήκαμε | θα καταπραϋνθούμε | να καταπραϋνθούμε | |||
β' πληθ. | καταπραϋνθήκατε | θα καταπραϋνθείτε | να καταπραϋνθείτε | καταπραϋνθείτε | ||
γ' πληθ. | καταπραΰνθηκαν καταπραϋνθήκαν(ε) |
θα καταπραϋνθούν(ε) | να καταπραϋνθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καταπραϋνθεί | είχα καταπραϋνθεί | θα έχω καταπραϋνθεί | να έχω καταπραϋνθεί | καταπραϋμένος | |
β' ενικ. | έχεις καταπραϋνθεί | είχες καταπραϋνθεί | θα έχεις καταπραϋνθεί | να έχεις καταπραϋνθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καταπραϋνθεί | είχε καταπραϋνθεί | θα έχει καταπραϋνθεί | να έχει καταπραϋνθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καταπραϋνθεί | είχαμε καταπραϋνθεί | θα έχουμε καταπραϋνθεί | να έχουμε καταπραϋνθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καταπραϋνθεί | είχατε καταπραϋνθεί | θα έχετε καταπραϋνθεί | να έχετε καταπραϋνθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καταπραϋνθεί | είχαν καταπραϋνθεί | θα έχουν καταπραϋνθεί | να έχουν καταπραϋνθεί |