πράος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πράος | η | πράα | το | πράο |
γενική | του | πράου | της | πράας | του | πράου |
αιτιατική | τον | πράο | την | πράα | το | πράο |
κλητική | πράε | πράα | πράο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πράοι | οι | πράες | τα | πράα |
γενική | των | πράων | των | πράων | των | πράων |
αιτιατική | τους | πράους | τις | πράες | τα | πράα |
κλητική | πράοι | πράες | πράα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πράος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρᾶος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɾa.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρά‐ος
- ομόηχο: πράως
- ΔΦΑ : /ˈpɾa.a/ θηλυκό
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρά‐α
- ΔΦΑ : /ˈpɾa.o/ ουδέτερο
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρά‐ο
Επίθετο
επεξεργασίαπράος, -α, -ο