Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾa.u/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρά‐ου

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πράου αρσενικό ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού, αρσενικού γένους του πράος
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (πράο) του πράος