Δείτε επίσης: πρᾶο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

πράο αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πράος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πράος