οργίλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οργίλος < αρχαία ελληνική ὀργή + -ίλος
Επίθετο
επεξεργασίαοργίλος
- οργισμένος
- που οργίζεται εύκολα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οργίλος
|
οργίλος
|