οργίζω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οργίζω < → λείπει η ετυμολογία
ΡήμαΕπεξεργασία
οργίζω
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οργίζω | όργιζα | θα οργίζω | να οργίζω | οργίζοντας | |
β' ενικ. | οργίζεις | όργιζες | θα οργίζεις | να οργίζεις | όργιζε | |
γ' ενικ. | οργίζει | όργιζε | θα οργίζει | να οργίζει | ||
α' πληθ. | οργίζουμε | οργίζαμε | θα οργίζουμε | να οργίζουμε | ||
β' πληθ. | οργίζετε | οργίζατε | θα οργίζετε | να οργίζετε | οργίζετε | |
γ' πληθ. | οργίζουν(ε) | όργιζαν οργίζαν(ε) |
θα οργίζουν(ε) | να οργίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | όργισα | θα οργίσω | να οργίσω | οργίσει | ||
β' ενικ. | όργισες | θα οργίσεις | να οργίσεις | όργισε | ||
γ' ενικ. | όργισε | θα οργίσει | να οργίσει | |||
α' πληθ. | οργίσαμε | θα οργίσουμε | να οργίσουμε | |||
β' πληθ. | οργίσατε | θα οργίσετε | να οργίσετε | οργίστε | ||
γ' πληθ. | όργισαν οργίσαν(ε) |
θα οργίσουν(ε) | να οργίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω οργίσει | είχα οργίσει | θα έχω οργίσει | να έχω οργίσει | ||
β' ενικ. | έχεις οργίσει | είχες οργίσει | θα έχεις οργίσει | να έχεις οργίσει | ||
γ' ενικ. | έχει οργίσει | είχε οργίσει | θα έχει οργίσει | να έχει οργίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε οργίσει | είχαμε οργίσει | θα έχουμε οργίσει | να έχουμε οργίσει | ||
β' πληθ. | έχετε οργίσει | είχατε οργίσει | θα έχετε οργίσει | να έχετε οργίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν οργίσει | είχαν οργίσει | θα έχουν οργίσει | να έχουν οργίσει |
|