θυμός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θυμός | οι | θυμοί |
γενική | του | θυμού | των | θυμών |
αιτιατική | τον | θυμό | τους | θυμούς |
κλητική | θυμέ | θυμοί | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θυμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θυμός (ψυχή, πνοή)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /θiˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θυ‐μός
- τονικό παρώνυμο: θύμος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
θυμός αρσενικό
- το ισχυρό συναίσθημα δυσαρέσκειας ή και εχθρότητας απέναντι σε κάποιον ή κάτι που μας επηρεάζει αρνητικά και μπορεί να προκαλέσει έντονες και καμιά φορά βίαιες αντιδράσεις
- ↪ Είναι καλός κατά βάθος, αλλά παρεκτράπηκε πάνω στο θυμό του'.'
- ↪ Άσε κάτω τους θυμούς κι έλα να μιλήσουμε λογικά.
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- πάνω στο θυμό μου: ενώ είμαι θυμωμένος, τη στιγμή που είμαι θυμωμένος
Επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
θυμο-
θυμο-
→ και δείτε τις λέξεις θυμάμαι και ενθυμούμαι
ΣύνθεταΕπεξεργασία
α...ω
- αθυμία
- άθυμος
- αθυμώ
- αμφιθυμία
- αμφίθυμος
- ανεπιθύμητος
- απροθυμία, απροθυμιά
- απροθυμώ
- απρόθυμος
- αράθυμος
- αψιθυμία
- αψιθυμικός
- αψίθυμος
- βαρυθυμία
- βαρύθυμος
- δυσθυμία
- δύσθυμος
- εκθύμως
- επιθυμητός
- επιθυμία
- επιθυμώ, πεθυμώ
- ευθυμία
- ευθυμογράφημα
- ευθυμογραφία
- ευθυμογραφικός
- ευθυμογράφος
- εύθυμος
- ευθυμώ
- θυμοσοφία
- θυμοσοφικός
- θυμόσοφος
- καταθυμία
- κυκλοθυμία
- κυκλοθυμικός
- λιγοθυμία, λιγοθυμιά
- λιγοθυμισμένος
- λιγοθυμώ, λιγοθυμάω
- λιποθυμία
- λιποθυμικός
- λιποθυμισμένος
- λιπόθυμος
- λιποθυμώ, λιποθυμάω
- μακροθυμία
- μακρόθυμος
- μεγαθυμία
- μεγάθυμος
- ξεθυμαίνω
- ξεθύμασμα
- ξεθυμασμένος
- ξελιγοθυμισμένος
- ξελιγοθυμώ, ξελιγοθυμάω
- ξελιποθυμισμένος
- ξελιποθυμώ, ξελιποθυμάω
- ομοθυμαδόν
- ομοθυμία
- ομόθυμος
- οξύθυμος
- πεθυμιά
- πεθυμώ
- προθυμία
- προθυμοποίηση
- προθυμοποιούμαι
- πρόθυμος
- ραθυμία, ραθυμιά
- ράθυμος
Κατηγορίες
-θυμος |
-θυμία |
-θυμώ |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
θυμός
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θυμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θυμός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
θυμός αρσενικό
- θυμός, οργή
- πολεμικό μένος
- (μεταφορικά) θαλασσοταραχή στην έκφραση θυμός τῆς θάλασσας
- επιθυμία, πόθος
- το θυμοειδές, τπ θυμικό
- δηλητήριο
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
θυμο-
θυμο-
- ἁβροθυμοέγκαυστος
- ἀγελόθυμος
- ἀγλαόθυμος
- ἀγριόθυμος
- ἀκεσόθυμος
- ἀπειρομακρόθυμος
- βαρβαρόθυμος
- γενναιόθυμος
- γλυκυτερψίθυμος
- διάθυμος
- ἐγερσίθυμος
- ἐπίθυμος
- ἐπιθυμώδης
- εὔθυμος & συγγνικά
- ἡδυθυμία
- θελξίθυμος
- θλιψίθυμος
- θυμοβάρβαρος
- θυμοβλαβής
- θυμοβολέω
- θυμόγελως
- θυμοδόξαστος
- θυμόδοξος
- θυμοθελγῶς
- θυμολέαινα
- θυμολευστέω
- θυμομαχής
- θυμομάχος
- θυμοπαγής
- θυμοπλεκής
- θυμοποιέω
- θυμοσοφέω
- θυμοσόφως
- θυμοσώστης
- θυμοτέρπεια
- θυμοτερπής
- θυμοτολμία
- θυμοτόκος
- θυμόφλεκτος
- θυμώδης
- θυμωμένα
- θυμωμένος
- θυμώνω
- θυμωτάρης
- θυμωτόν
- ἰόθυμος
- ἰφίθυμος
- καταθυμόομαι
- λειποθυμώδης
- λεοντόθυμος
- μελίθυμος
- ὀμβριμόθυμος
- ὁμοθυμία
- ὁμόθυμος
- ὀξυθυμόομαι
- πικρόθυμος
- πρόθυμος & συγγενικά
- πραόθυμος
→ δείτε και ρήματα σε -θυμέω
ΠηγέςΕπεξεργασία
- θυμός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | θυμός | οἱ | θυμοί |
γενική | τοῦ | θυμοῦ | τῶν | θυμῶν |
δοτική | τῷ | θυμῷ | τοῖς | θυμοῖς |
αιτιατική | τὸν | θυμόν | τοὺς | θυμούς |
κλητική ὦ! | θυμέ | θυμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θυμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θυμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θυμός < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *tʰūmós (καπνός, αναπνοή, ψυχή) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰuh₂mós (καπνός)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
θυμός αρσενικό
- πνοή
- ψυχή
- ※ 8ος αιώνας πκε ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 4 ... πολλὰ δ' ὅ γ' ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν, ...
- → λείπει η μετάφραση
- ※ 8ος αιώνας πκε ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 4 ... πολλὰ δ' ὅ γ' ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν, ...
- επιθυμία
- θάρρος, τόλμη
Επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
θυμο-
θυμο-
ΠηγέςΕπεξεργασία
- θυμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θυμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.