Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιποθυμισμένος η λιποθυμισμένη το λιποθυμισμένο
      γενική του λιποθυμισμένου της λιποθυμισμένης του λιποθυμισμένου
    αιτιατική τον λιποθυμισμένο τη λιποθυμισμένη το λιποθυμισμένο
     κλητική λιποθυμισμένε λιποθυμισμένη λιποθυμισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιποθυμισμένοι οι λιποθυμισμένες τα λιποθυμισμένα
      γενική των λιποθυμισμένων των λιποθυμισμένων των λιποθυμισμένων
    αιτιατική τους λιποθυμισμένους τις λιποθυμισμένες τα λιποθυμισμένα
     κλητική λιποθυμισμένοι λιποθυμισμένες λιποθυμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιποθυμισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου λιποθυμώ

  Μετοχή επεξεργασία

λιποθυμισμένος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία