λείπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λείπω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λείπω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leykʷ- (λείπω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈli.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λεί‐πω
Ρήμα
επεξεργασίαλείπω, πρτ.: έλειπα, αόρ.: έλειψα (χωρίς παθητική φωνή)
- απουσιάζω, δεν είμαι σε κάποιο σημείο
- ↪ πάλι λείπει από το σπίτι του;
- με νοσταλγεί κάποιος
- ↪ μου λείπουν οι φίλοι μου
Εκφράσεις
επεξεργασία- λίγο έλειψε (να): παραλίγο (να)
- (αυτό/ κάτι) μας έλειπε (τώρα): λέγεται για κάτι ανεπιθύμητο
- να (μου/μας) λείπει το βύσσινο: λέγεται για κάτι που δεν θέλουμε
- (αυτό/αυτά) να σου λείπουν: λέγεται για να τονίσουμε ότι δεν θέλουμε από κάποιον να κάνει κάτι
Παροιμίες
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
λειπ-, λιπ-, λοιπ-
λειπ-, λιπ-, λοιπ-
- αδιάλειπτος
- ανελλιπής
- ανελλιπώς
- αποδέλοιπος
- διάλειμμα
- διάλειψη
- εγκαταλείπω
- εγκατάλειψη
- εκλειπτικός
- εκλείπω
- έκλειψη
- εκλιπών
- ελλειπτικός
- ελλείπω
- έλλειμμα
- έλλειψη
- ελλείψει
- ελλιπής
- ελλιποβαρής
- επίλοιπος
- καταλείπω
- κατάλοιπος
- λειψ-
- λειψά
- λειψανδρία
- λείψανο
- λειψός
- λειψοφεγγαριά
- λειψυδρία
- λιπο-
- λοιπός
- παραλειπόμενα
- παραλειπόμενος
- παραλείπω
- παράλειψη
- υπόλειμμα
- υπολείπομαι
- υπόλοιπος
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λείπω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λείπω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λείπω ήδη τύπος στη μυκηναϊκή 𐀩𐀦𐀕𐀜 (re-qo-me-no, λειπόμενοι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leykʷ- (λείπω). Συγγενικά: γαλλική reliques (λείψανο), γερμανική leihen, αγγλική lend, κ.ά. [1]
Ρήμα
επεξεργασίαλείπω
- (αμετάβατο) λείπω, απουσιάζω
- (μεταβατικό) αφήνω, εγκαταλείπω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 480 (480-482)
- αὐτὰρ ἐγὼ χλαῖναν μὲν ἰὼν ἑτάροισιν ἔλειπον | ἀφραδίῃς, ἐπεὶ οὐκ ἐφάμην ῥιγωσέμεν ἔμπης, | ἀλλ᾽ ἑπόμην σάκος οἶον ἔχων καὶ ζῶμα φαεινόν.
- Μόνο εγώ είχα την κάπα μου πρωτύτερα αφήσει στους συντρόφους, | χωρίς να το σκεφτώ ο ανόητος, γιατί φαντάστηκα πως παρά ταύτα | δεν θα κινδύνευα να ξεπαγιάσω, πίσω γυρίζοντας μόνο με την ασπίδα μου, ζωσμένος στον λαμπρό χιτώνα μου.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτὰρ ἐγὼ χλαῖναν μὲν ἰὼν ἑτάροισιν ἔλειπον | ἀφραδίῃς, ἐπεὶ οὐκ ἐφάμην ῥιγωσέμεν ἔμπης, | ἀλλ᾽ ἑπόμην σάκος οἶον ἔχων καὶ ζῶμα φαεινόν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 28.1
- πυθόμενος δὲ ταῦτα Θάσον μὲν ἀπόρθητον λείπει, αὐτὸς δὲ ἐς τὴν Λέσβον ἠπείγετο ἄγων πᾶσαν τὴν στρατιήν.
- Κι όταν πήρε αυτή την πληροφορία, αφήνει τη Θάσο απόρθητη, κι ο ίδιος κίνησε βιαστικά για τη Λέσβο έχοντας μαζί του όλο το εκστρατευτικό σώμα.
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- πυθόμενος δὲ ταῦτα Θάσον μὲν ἀπόρθητον λείπει, αὐτὸς δὲ ἐς τὴν Λέσβον ἠπείγετο ἄγων πᾶσαν τὴν στρατιήν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 2.15
- ἐπεὶ δ᾽ ἐγγὺς ἐγένοντο οἱ Ἕλληνες, λείπουσιν οἱ βάρβαροι ἀμαχητὶ τὸν μαστόν,
- Την ώρα που πλησίασαν οι Έλληνες, οι βάρβαροι, χωρίς να κάμουν μάχη, εγκαταλείπουν το λόφο.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἐπεὶ δ᾽ ἐγγὺς ἐγένοντο οἱ Ἕλληνες, λείπουσιν οἱ βάρβαροι ἀμαχητὶ τὸν μαστόν,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 480 (480-482)
- (μεταβατικό) αφήνω σαν κληρονομιά
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 106 (106-108)
- Ἀτρεὺς δὲ θνῄσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ, | αὐτὰρ ὁ αὖτε Θυέστ᾽ Ἀγαμέμνονι λεῖπε φορῆναι, | πολλῇσιν νήσοισι καὶ Ἄργεϊ παντὶ ἀνάσσειν.
- και τούτος, πριν πεθάνει, το ᾽δωσε στον πολύαρνον Θυέστην, | και ο Θυέστης τ᾽ αφήκε του Αγαμέμνονος να το κρατεί στο χέρι, | να βασιλεύει στα πολλά νησιά και στ᾽ Άργος όλο·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ἀτρεὺς δὲ θνῄσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ, | αὐτὰρ ὁ αὖτε Θυέστ᾽ Ἀγαμέμνονι λεῖπε φορῆναι, | πολλῇσιν νήσοισι καὶ Ἄργεϊ παντὶ ἀνάσσειν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 106 (106-108)
- (σε όρκο ή μαρτυρία) αρνούμαι, δεν δίνω
- (για δασμούς, φόρους) δεν πληρώνω
- αφήνω κάτι απείραχτο, άθικτο
- μεσοπαθητική φωνή:
- εγκαταλείπομαι
- αφήνω πίσω μου ως ενθύμιο στους μεταγενέστερους
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 110.1
- Βασιλεὺς μὲν δὴ οὗτος μοῦνος Αἰγύπτιος Αἰθιοπίης ἦρξε, μνημόσυνα δὲ ἐλίπετο πρὸ τοῦ Ἡφαιστείου ἀνδριάντας λιθίνους δύο μὲν τριήκοντα πήχεων, ἑωυτόν τε καὶ τὴν γυναῖκα, τοὺς δὲ παῖδας ἐόντας τέσσερας, εἴκοσι πήχεων ἕκαστον.
- Ο Αιγύπτιος αυτός βασιλιάς ήταν επίσης ο μόνος που εξουσίαζε και την Αιθιοπία, και από μνημεία άφησε μπροστά στο Ηφαιστείο δύο πέτρινους ανδριάντες, τριάντα πήχες τον καθένα, του εαυτού του και της γυναίκας του, καθώς και των τεσσάρων παιδιών του, είκοσι πήχες τον καθένα.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Βασιλεὺς μὲν δὴ οὗτος μοῦνος Αἰγύπτιος Αἰθιοπίης ἦρξε, μνημόσυνα δὲ ἐλίπετο πρὸ τοῦ Ἡφαιστείου ἀνδριάντας λιθίνους δύο μὲν τριήκοντα πήχεων, ἑωυτόν τε καὶ τὴν γυναῖκα, τοὺς δὲ παῖδας ἐόντας τέσσερας, εἴκοσι πήχεων ἕκαστον.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 110.1
- μένω πίσω, υπολείπομαι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 196.1
- ἔνθα δὴ αἱ Ἑλληνίδες ἵπποι ἐλείποντο πολλόν.
- τότε λοιπόν οι ελληνικές φοράδες έμειναν πολύ πίσω.
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἔνθα δὴ αἱ Ἑλληνίδες ἵπποι ἐλείποντο πολλόν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 5.12
- ἐλείποντο δὲ τῶν στρατιωτῶν οἵ τε διεφθαρμένοι ὑπὸ τῆς χιόνος τοὺς ὀφθαλμοὺς οἵ τε ὑπὸ τοῦ ψύχους τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν ἀποσεσηπότες.
- Από τους Έλληνες στρατιώτες πάλι έμεναν πίσω εκείνοι που είχαν χάσει την όρασή τους από τα χιόνια ή που είχαν πάθει κρυοπαγήματα από τη μεγάλη παγωνιά.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἐλείποντο δὲ τῶν στρατιωτῶν οἵ τε διεφθαρμένοι ὑπὸ τῆς χιόνος τοὺς ὀφθαλμοὺς οἵ τε ὑπὸ τοῦ ψύχους τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν ἀποσεσηπότες.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 196.1
- μένω ζωντανός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 495
- πολλοὶ μὲν γὰρ τῶν γε δάμεν, πολλοὶ δὲ λίποντο·
- Λοιπόν πολλοί χαλάστηκαν, αλλά και σώθηκαν πολλοί.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- πολλοὶ μὲν γὰρ τῶν γε δάμεν, πολλοὶ δὲ λίποντο·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 495
- αποτυγχάνω σε μια ενέργεια, υστερώ έναντι κάποιου
- στερούμαι κάποιο πράγμα
- λιποτακτώ
- κρατάω απόσταση, είμαι απών, απουσιάζω
- έχω έλλειψη από
Σύνθετα
επεξεργασία- ἀμφιλείπω
- ἀνθυπολείπω
- ἀντικαταλείπω
- ἀπολείπω
- ἀποπρολείπω
- διαλείπω
- ἐγκαταλείπω
- ἐκλείπω
- ἐκπρολείπω
- ἐλλείπω
- ἐναπολείπω
- ἐπιδιαλείπω
- ἐπικαταλείπω
- ἐπιλείπω
- καταλείπω
- καταπρολείπω
- παρακαταλείπω
- παραλείπω
- παρεκλείπω
- περικαταλείπω
- προαπολείπω
- προεκλείπω
- προκαταλείπω
- προλείπω
- προσελλείπω
- προσκαταλείπω
- προσλείπω
- συγκαταλείπω
- συναπολείπω
- συνεκλείπω
- συνεπιλείπω
- ὑπεκλείπω
- ὑποδιαλείπω
- ὑποκαταλείπω
- ὑπολείπω
δείτε και τα παράγωγά τους, όπως ἀνεπίλειπτος, ἀνέκλειπτος, ἀδιάλειπτος, διάλειμμα, ἔλλειμμα, ἔκλειψις
Συγγενικά
επεξεργασία- λεῖμμα (και τα παράγωγά του)
- λειπανδρέω
- λειπανδρία
- λειπανθρωπία
- λειπογάλακτος
- λειπογαλαξία
- λειπογνώμων
- λειπογράμματος
- λειποδεής
- λειπόδερμος
- λειποδρανέω
- λειποδρανής
- λειπόθηλος
- λειπόθριξ
- λειποθυμέω (και τα παράγωγά του)
- λειπόκρεως
- λειποναύτης
- λειπόνεως
- λειπόπατρις
- λειποπωγωνία
- λειποσαρκία
- λειπόσαρκος
- λειποσιτέω
- λειποστρατέω (και τα παράγωγά του)
- λειποτακτέω (και τα παράγωγά του)
- λειποψυχέω (και τα παράγωγά του)
- λειφαιμέω
- λειφαιμία
- λείφαιμος
- λεῖψις (και τα παράγωγά του)
- λείψανον
- λειψανδρία
- λειψυδρία
- λειπτέον (και τα παράγωγά του)
- λειπτέος
- λειψιφαής
- λειψίφως
- λειψιφωτέω
- λειψόθριξ
- λιπόγαμος
- λιπόγεως
- λιπόγληνος
- λιπογνώμων
- λιπόγυιος
- λιποδερμέω
- λιποδεής
- λιποδρανέω
- λιποδρανής
- λιπόζυγος
- λιπόθηλος
- λιπόθριξ
- λιπόθροος
- λιποθυμέω (και τα παράγωγά του)
- λιπόκεντρος
- λιπόκρεως
- λιποκτέανος
- λιπόκωπος
- λιπομαρτυρία
- λιπομαρτύριον
- λιπόμαστος
- λιπομήτωρ
- λιπόναυς
- λιποναύτης
- λιπόνεως
- λιπόξυλος
- λιπόπαις
- λιπόπατρις
- λιποπάτωρ
- λιποπνόη
- λιπόπνοος
- λιπόπνους
- λιποπτόλεμος
- λιπόπτολις
- λιποπωγωνία
- λιπόρρινος
- λιποσθενής
- λιποσιτέω
- λιποστρατέω (και τα παράγωγά του)
- λιποτακτέω (και τα παράγωγά του)
- λιπότεκνος
- λιποτονέω
- λιποτριχέω (και τα παράγωγά του)
- λιπουργία
- λιπουργός
- λιποφεγγής
- λιπόφθογγος
- λιπόχριστος
- λιποψυχέω (και τα παράγωγά του)
- λιφαιμέω
- λιφαιμία
- λίφαιμος
- λοιπός (και τα παράγωγά του)
- λοίσθιος
- λοῖσθος
Κλίση
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- λείπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λείπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.