Δείτε επίσης: ὀργή
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η οργή
      γενική της οργής
    αιτιατική την οργή
     κλητική οργή
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οργή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὀργή

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /oɾˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορ‐γή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οργή θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • έντονος θυμός που προκαλείται από κάτι δυσάρεστο και εκδηλώνεται με επιθετικότητα και εκδικητική συμπεριφορά
  • το ξέσπασμα του θυμού

Εκφράσεις

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία