δίνω τόπο στην οργή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δίνω τόπο στην οργή < → δείτε τις λέξεις δίνω, τόπος, στην και οργή. Η έκφραση προέρχεται από το παρακάτω χωρίο της Καινής Διαθήκης. [1][2]
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Προς Ρωμαίους, 12.19
- μὴ ἑαυτοὺς ἐκδικοῦντες, ἀγαπητοί, ἀλλὰ δότε τόπον τῇ ὀργῇ·
Έκφραση
επεξεργασίαδίνω τόπο στην οργή
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δίνω τόπο στην οργή
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ οργή - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Παπαδόπουλος Άνθιμος, Φρασεολογικά, Ακαδημία Αθηνών, Λεξικογραφικόν Δελτίον, 6 (Αθήνα 1954), σελ. 3–88.
Πηγές
επεξεργασία- τόπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- οργή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)