συγκρατώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκρατώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συγκρατῶ, συνηρημένος τύπος του συγκρατέω (κρατώ μαζί) < συγ- + κρατέω
- για τη σημασία «αναχαιτίζω» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική contenir [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siŋ.ɡɾaˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συγ‐κρα‐τώ
- παρώνυμο: συγκροτώ
Ρήμα
επεξεργασίασυγκρατώ, αόρ.: συγκράτησα, παθ.φωνή: συγκρατιέμαι/συγκρατούμαι, π.αόρ.: συγκρατήθηκα, μτχ.π.π.: συγκρατημένος
- περιορίζω σε χαμηλότερα επίπεδα
- ⮡ συγκρατώ το θυμό μου
- ⮡ δεν επιτρέπω σε κάτι να κινηθεί πέρα και έξω από ένα αποδεκτό πλαίσιο, περιορίζω σε συγκεκριμένο χώρο
- η αστυνομία συγκράτησε τους θερμόαιμους οπαδούς
- αναχαιτίζω, αποκρούω
- θυμάμαι, κρατάω στη μνήμη μου
- ⮡ Θύμισέ μου το όνομά του, γιατί δεν το συγκράτησα.
Συγγενικά
επεξεργασία- Όροι με συγκρατ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Κλίση
επεξεργασία- και σπάνιος προφορικός παθητικός τύπος: συγκρατιούμαι
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκρατώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συγκρατώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας