Δείτε επίσης: συγκρατῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκρατώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συγκρατῶ, συνηρημένος τύπος του συγκρατέω (κρατώ μαζί) < συγ- + κρατέω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siŋ.ɡɾaˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συγ‐κρα‐τώ
παρώνυμο: συγκροτώ

συγκρατώ, αόρ.: συγκράτησα, παθ.φωνή: συγκρατιέμαι/συγκρατούμαι, π.αόρ.: συγκρατήθηκα, μτχ.π.π.: συγκρατημένος

  1. περιορίζω σε χαμηλότερα επίπεδα
    ⮡  συγκρατώ το θυμό μου
  2. ⮡  δεν επιτρέπω σε κάτι να κινηθεί πέρα και έξω από ένα αποδεκτό πλαίσιο, περιορίζω σε συγκεκριμένο χώρο
    η αστυνομία συγκράτησε τους θερμόαιμους οπαδούς
  3. αναχαιτίζω, αποκρούω
  4. θυμάμαι, κρατάω στη μνήμη μου
    ⮡  Θύμισέ μου το όνομά του, γιατί δεν το συγκράτησα.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία