συγκρατώ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συγκρατώ < → λείπει η ετυμολογία
ΡήμαΕπεξεργασία
συγκρατώ
- περιορίζω σε χαμηλότερα επίπεδα
- συγκρατώ το θυμό μου
- δεν επιτρέπω σε κάτι να κινηθεί πέρα και έξω από ένα αποδεκτό πλαίσιο, περιορίζω σε συγκεκριμένο χώρο
- η αστυνομία συγκράτησε τους θερμόαιμους οπαδούς
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συγκρατώ
|