επιτρέπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιτρέπω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐπιτρέπω
Ρήμα
επεξεργασίαεπιτρέπω
- δίνω την άδεια ή τη δυνατότητα να γίνει κάτι
- ↪ η οικονομική μας κατάσταση δε μας επιτρέπει τέτοιες σπατάλες
- δείχνω ανοχή ή αδιαφορία απέναντι σε μια αρνητική εξέλιξη, δεν την εμποδίζω
- ↪ δε θα επιτρέψουμε να συμβεί αυτό το περιβαλλοντικό έγκλημα
- (σε εκφράσεις ευγενείας)
- ↪ Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω / Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω σε αυτό το θέμα.
- ↪ Αν μου επιτρέπετε, μπορώ να καπνίσω για λίγο.
- (στην παθητική φωνή, απρόσωπα) → δείτε τη λέξη επιτρέπεται
Εκφράσεις
επεξεργασία- Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιτρέπω
Πηγές
επεξεργασία- επιτρέπω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- επιτρέπω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)