απαγορεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαγορεύω < αρχαία ελληνική ἀπαγορεύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.pa.ɣoˈɾe.vo/
Ρήμα
επεξεργασίααπαγορεύω, πρτ.: απαγόρευα, στ.μέλλ.: θα απαγορεύσω, αόρ.: απαγόρευσα, παθ.φωνή: απαγορεύομαι, μτχ.π.π.: απαγορευμένος
- αρνούμαι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάποια ενέργεια έχοντας την ανάλογη εξουσία ή το απαιτούμενο κύρος
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απαγορεύω | απαγόρευα | θα απαγορεύω | να απαγορεύω | απαγορεύοντας | |
β' ενικ. | απαγορεύεις | απαγόρευες | θα απαγορεύεις | να απαγορεύεις | απαγόρευε | |
γ' ενικ. | απαγορεύει | απαγόρευε | θα απαγορεύει | να απαγορεύει | ||
α' πληθ. | απαγορεύουμε | απαγορεύαμε | θα απαγορεύουμε | να απαγορεύουμε | ||
β' πληθ. | απαγορεύετε | απαγορεύατε | θα απαγορεύετε | να απαγορεύετε | απαγορεύετε | |
γ' πληθ. | απαγορεύουν(ε) | απαγόρευαν απαγορεύαν(ε) |
θα απαγορεύουν(ε) | να απαγορεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απαγόρευσα | θα απαγορεύσω | να απαγορεύσω | απαγορεύσει | ||
β' ενικ. | απαγόρευσες | θα απαγορεύσεις | να απαγορεύσεις | απαγόρευσε | ||
γ' ενικ. | απαγόρευσε | θα απαγορεύσει | να απαγορεύσει | |||
α' πληθ. | απαγορεύσαμε | θα απαγορεύσουμε | να απαγορεύσουμε | |||
β' πληθ. | απαγορεύσατε | θα απαγορεύσετε | να απαγορεύσετε | απαγορεύστε | ||
γ' πληθ. | απαγόρευσαν απαγορεύσαν(ε) |
θα απαγορεύσουν(ε) | να απαγορεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απαγορεύσει | είχα απαγορεύσει | θα έχω απαγορεύσει | να έχω απαγορεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις απαγορεύσει | είχες απαγορεύσει | θα έχεις απαγορεύσει | να έχεις απαγορεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει απαγορεύσει | είχε απαγορεύσει | θα έχει απαγορεύσει | να έχει απαγορεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απαγορεύσει | είχαμε απαγορεύσει | θα έχουμε απαγορεύσει | να έχουμε απαγορεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε απαγορεύσει | είχατε απαγορεύσει | θα έχετε απαγορεύσει | να έχετε απαγορεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απαγορεύσει | είχαν απαγορεύσει | θα έχουν απαγορεύσει | να έχουν απαγορεύσει |
|