Δείτε επίσης: ἀπαγορεύω, υπαγορεύω

Ετυμολογία

επεξεργασία

απαγορεύω, πρτ.: απαγόρευα, στ.μέλλ.: θα απαγορεύσω, αόρ.: απαγόρευσα, παθ.φωνή: απαγορεύομαι, μτχ.π.π.: απαγορευμένος

  • αρνούμαι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάποια ενέργεια έχοντας την ανάλογη εξουσία ή το απαιτούμενο κύρος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία