Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απαγορευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απαγορευμέν
ος
η
απαγορευμέν
η
το
απαγορευμέν
ο
γενική
του
απαγορευμέν
ου
της
απαγορευμέν
ης
του
απαγορευμέν
ου
αιτιατική
τον
απαγορευμέν
ο
την
απαγορευμέν
η
το
απαγορευμέν
ο
κλητική
απαγορευμέν
ε
απαγορευμέν
η
απαγορευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απαγορευμέν
οι
οι
απαγορευμέν
ες
τα
απαγορευμέν
α
γενική
των
απαγορευμέν
ων
των
απαγορευμέν
ων
των
απαγορευμέν
ων
αιτιατική
τους
απαγορευμέν
ους
τις
απαγορευμέν
ες
τα
απαγορευμέν
α
κλητική
απαγορευμέν
οι
απαγορευμέν
ες
απαγορευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απαγορευμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
απαγορεύω
Μετοχή
επεξεργασία
απαγορευμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
απαγορεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απαγορευμένος
γαλλικά
:
interdit
(fr)
,
prohibé
(fr)
,
défendu
(fr)