Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.tɛʁ.di/

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό interdit interdits
θηλυκό interdite interdites

interdit (fr) αρσενικό

  1. απαγορευμένος
     συνώνυμα: prohibé, tabou
  2. έκπληκτος
     συνώνυμα: déconcerté, ébahi, interloqué, pantois, stupéfait

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
interdit interdits

interdit (fr) αρσενικό