έκπληκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- έκπληκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκπληκτος[1] < ἐκπλήσσω / ἐκπλήττω < ἐκ- (έκ-) + -πληκτος (πλήττω / πλήσσω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈek.pli.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έκ‐πλη‐κτος
Επίθετο
επεξεργασίαέκπληκτος, -η, -ο
- που ξαφνιάζεται, που νιώθει έκπληξη
- την είδα έκπληκτος να σηκώνει το πιστόλι εναντίον μου
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία έκπληκτος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ έκπληκτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας