Ετυμολογία

επεξεργασία
πλήττω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλήττω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₂k- (χτυπώ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpli.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλήτ‐τω

πλήττω, αόρ.: έπληξα (χωρίς παθητική φωνή)

  • (αμετάβατο) βαριέμαι, δεν έχω κέφι, βρίσκω κάτι αδιάφορο, βαρετό, πληκτικό
    Κάθε φορά που πηγαίνουμε σπίτι τους πλήττουμε. Δεν έχουμε με τι να ασχοληθούμε.
    με κάνει να πλήττω: μου προξενεί πλήξη.
    η πολυλογία του με κάνει να πλήττω αφάνταστα

Συγγενικά

επεξεργασία

πλήττω, αόρ.: έπληξα, παθ.φωνή: πλήττομαι, π.αόρ.: πλήγηκα/επλήγην

  1. (μεταβατικό) χτυπώ, καταφέρω πλήγμα
    ένας δυνατός τυφώνας έπληξε την ανατολική ακτή του νησιού
  2. (μεταφορικά) βλάπτω, ζημιώνω
    ένα νέο σκάνδαλο πλήττει την αξιοπιστία της κυβέρνησης

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλήττω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₂k- (χτυπώ) (συγγενές με πλάζω)

πλήττω πλήξω, έπληξα, πέπληγα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία