πλήττω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πλήττω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλήττω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₂k- (χτυπώ)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpli.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλήτ‐τω
Ρήμα 1Επεξεργασία
πλήττω, αόρ.: έπληξα (χωρίς παθητική φωνή)
- (αμετάβατο) βαριέμαι, δεν έχω κέφι, βρίσκω κάτι αδιάφορο, βαρετό, πληκτικό
- Κάθε φορά που πηγαίνουμε σπίτι τους πλήττουμε. Δεν έχουμε με τι να ασχοληθούμε.
- με κάνει να πλήττω: μου προξενεί πλήξη.
- η πολυλογία του με κάνει να πλήττω αφάνταστα
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ρήμα 2Επεξεργασία
πλήττω, αόρ.: έπληξα, παθ.φωνή: πλήττομαι, π.αόρ.: πλήγηκα/επλήγην
- (μεταβατικό)χτυπώ, καταφέρω πλήγμα
- ένας δυνατός τυφώνας έπληξε την ανατολική ακτή του νησιού
- (μεταφορικά) βλάπτω, ζημιώνω
- ένα νέο σκάνδαλο πλήττει την αξιοπιστία της κυβέρνησης
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χτυπώ
Επεξεργασία
- ↑ «πλήττω» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πλήττω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₂k- (χτυπώ) (συγγενές με πλάζω)
ΡήμαΕπεξεργασία
πλήττω πλήξω, έπληξα, πέπληγα
- αττικός τύπος του πλήσσω: τραυματίζω, πληγώνω, χτυπάω με κάτι (π.χ. ο Δίας με κεραυνούς)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- πλῆγμα
- ο πλήκτης, -ου (αυτός που χτυπά, αλλά και ο φίλερις, ο συχνά διαπληκτιζόμενος)
- πληκτίζομαι (μάχομαι, αλλά και παίζω ερωτικά)
- πληκτικός ο κατάλληλος να πλήξει (να χτυπήσει)
- πλῆκτρον
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «πλήττω» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «πλήττω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.