hit
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hit | hits |
hit (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | hit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hits |
αόριστος | hit |
παθητική μετοχή | hit |
ενεργητική μετοχή | hitting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
hit (en)
- (μεταβατικό) χτυπάω, φέρνω το χέρι μου, το πόδι μου ή κάποιο αντικείμενο, με πολύ γρήγορες και βίαιες κινήσεις, επάνω σε κάποιον ή κάτι
- ⮡ He hit me on the chin.
- Με χτύπησε στο σαγόνι.
- ⮡ She hit me in the face.
- Με χτύπησε στο πρόσωπο.
- ⮡ Who hit who first?
- Ποιος χτύπησε πρώτος;
- ⮡ He hit his forehead with his hand.
- Χτύπησε το μέτωπό του με το χέρι του.
- ⮡ That boxer hits hard.
- Αυτός ο πυγμάχος χτυπάει σκληρά.
- ≈ συνώνυμα: beat, knock, pelt και strike
- ⮡ He hit me on the chin.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, επιτίθεμαι σε κάτι ή κάποιον με δύναμη, ειδικά προκαλώντας ζημιά
- ⮡ He was hit by lightning.
- Χτυπήθηκε από κεραυνό.
- ⮡ A truck hit him.
- Τον χτύπησε ένα φορτηγό.
- ⮡ A stone hit the windshield.
- Μια πέτρα χτύπησε το παρμπρίζ.
- ⮡ He was hit by lightning.
- (μεταβατικό) χτυπάω ένα μέρος του σώματός μου σε κάτι
- ⮡ He fell and hit his head on a step.
- Έπεσε και χτύπησε το κεφάλι του σ‘ένα σκάλι.
- ⮡ He fell and hit his head on a step.
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) χτυπάω, για σφαίρα, βόμβα κτλ. ή το άτομο που τη χρησιμοποιεί, φτάνω σε ένα άτομο ή πράγμα ξαφνικά και με δύναμη
- ⮡ He was hit in the leg by a bullet.
- Χτυπήθηκε στο πόδι από σφαίρα.
- ⮡ He was hit in the leg by a bullet.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, δοκιμάζω, έχει κακή επίδραση σε κάποιον ή κάτι
- ⮡ the epidemic which hit our city - η επιδημία που χτύπησε την πόλη μας
- ⮡ A disaster hit him.
- Τον χτύπησε συμφορά.
- ⮡ His business was hit hard by the oil crisis/by inflation.
- Η επιχείρησή του δοκιμάστηκε σκληρά από την κρίση πετρελαίου/από τον πληθωρισμό.
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) χτυπάω, ζω κάτι δύσκολο ή δυσάρεστο
- ⮡ The family was hit by three deaths this year.
- Η οικογένεια χτυπήθηκε από τρεις θανάτους φέτος.
- ⮡ The family was hit by three deaths this year.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- hit (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- hit (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 244. ISBN 9780194325684., λήμμα: δοκιμάζω