Δείτε επίσης: Hit

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hit hits

hit (en)

  1. η επιτυχία, σουξέ, χιτ
  2. το χτύπημα
ενεστώτας hit
γ΄ ενικό ενεστώτα hits
αόριστος hit
παθητική μετοχή hit
ενεργητική μετοχή hitting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

hit (en)

  1. (μεταβατικό) χτυπάω, φέρνω το χέρι μου, το πόδι μου ή κάποιο αντικείμενο, με πολύ γρήγορες και βίαιες κινήσεις, επάνω σε κάποιον ή κάτι
    ⮡  He hit me on the chin.
    Με χτύπησε στο σαγόνι.
    ⮡  She hit me in the face.
    Με χτύπησε στο πρόσωπο.
    ⮡  Who hit who first?
    Ποιος χτύπησε πρώτος;
    ⮡  He hit his forehead with his hand.
    Χτύπησε το μέτωπό του με το χέρι του.
    ⮡  That boxer hits hard.
    Αυτός ο πυγμάχος χτυπάει σκληρά.
     συνώνυμα:  beat, knock, pelt και strike
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, επιτίθεμαι σε κάτι ή κάποιον με δύναμη, ειδικά προκαλώντας ζημιά
    ⮡  He was hit by lightning.
    Χτυπήθηκε από κεραυνό.
    ⮡  A truck hit him.
    Τον χτύπησε ένα φορτηγό.
    ⮡  A stone hit the windshield.
    Μια πέτρα χτύπησε το παρμπρίζ.
  3. (μεταβατικό) χτυπάω ένα μέρος του σώματός μου σε κάτι
    ⮡  He fell and hit his head on a step.
    Έπεσε και χτύπησε το κεφάλι του σ‘ένα σκάλι.
  4. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) χτυπάω, για σφαίρα, βόμβα κτλ. ή το άτομο που τη χρησιμοποιεί, φτάνω σε ένα άτομο ή πράγμα ξαφνικά και με δύναμη
    ⮡  He was hit in the leg by a bullet.
    Χτυπήθηκε στο πόδι από σφαίρα.
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, δοκιμάζω, έχει κακή επίδραση σε κάποιον ή κάτι
    ⮡  the epidemic which hit our city - η επιδημία που χτύπησε την πόλη μας
    ⮡  A disaster hit him.
    Τον χτύπησε συμφορά.
    ⮡  His business was hit hard by the oil crisis/by inflation.
    Η επιχείρησή του δοκιμάστηκε σκληρά από την κρίση πετρελαίου/από τον πληθωρισμό.
  6. (μεταβατικό, ανεπίσημο) χτυπάω, ζω κάτι δύσκολο ή δυσάρεστο
    ⮡  The family was hit by three deaths this year.
    Η οικογένεια χτυπήθηκε από τρεις θανάτους φέτος.

Εκφράσεις

επεξεργασία