σουξέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σουξέ < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική succès < λατινική successus , μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος succedo < sub- + cedo < πρωτοϊταλική *kezdō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱiesdʰ- (απομακρύνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασουξέ ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σουξέ
|