σουξέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σουξέ < (οπτικό δάνειο) γαλλική succès < λατινική successus (είσοδος ή έφοδος σε τόπο), μετοχή του succedo
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /suˈkse/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐ξέ
Ουσιαστικό
επεξεργασίασουξέ ουδέτερο άκλιτο
- επιτυχία, αναγνώριση, πέραση
- ⮡ στη φράση έχω σουξέ
- λαϊκότροπο ιδίως για τραγούδι) μεγάλη (μουσική) επιτυχία
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σουξέ
|
Πηγές
επεξεργασία- σουξέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σουξέ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σουξέ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.