Ετυμολογία

επεξεργασία
σουξέ < (οπτικό δάνειο) γαλλική succès < λατινική successus (είσοδος ή έφοδος σε τόπο), μετοχή του succedo

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /suˈkse/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σου‐ξέ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σουξέ ουδέτερο άκλιτο

  1. επιτυχία, αναγνώριση, πέραση
    ⮡  στη φράση έχω σουξέ
  2. λαϊκότροπο ιδίως για τραγούδι) μεγάλη (μουσική) επιτυχία
     συνώνυμα: επιτυχία, χιτ

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία