μουσικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μουσικός | οι | μουσικοί |
γενική | του | μουσικού | των | μουσικών |
αιτιατική | τον | μουσικό | τους | μουσικούς |
κλητική | μουσικέ | μουσικοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μουσικός < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μουσικός αρσενικό ή θηλυκό
- που ασχολείται επαγγελματικά με τη μουσική.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μουσικός
- ο σχετικός με τη μουσική