μουσική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μουσική | οι | μουσικές |
γενική | της | μουσικής | των | μουσικών |
αιτιατική | τη | μουσική | τις | μουσικές |
κλητική | μουσική | μουσικές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μουσική < αρχαία ελληνική μουσική (τέχνη που προστατεύεται από τις Μούσες) , λόγιο ενδογενές δάνειο: ιταλική musica και από τη γαλλική musique < λατινική musica < αρχαία ελληνική μουσική[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mu.siˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μου‐σι‐κή
- ομόηχο: μουσικοί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμουσική θηλυκό
- η τέχνη του συνδυασμού ήχων σύμφωνα με ορισμένους κανόνες
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη μούσα
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μουσική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμουσική
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μουσική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας